καλος

καλος
    I.
    καλός
    κᾰλός
    3
    (эп., кроме Hes., тж. ᾱ; compar. καλλίων - эп. ῐ, атт. ῑ; superl. κάλλιστος)
    1) красивый, прекрасный, прелестный, изящный
    

(πρόσωπα, ὄμματα, ζώνη, εἵματα, ἀνήρ Hom.; γυνή Plat.; ὅ τοῦ κόκκυγος νεοττός Arst.; Ἀθῆναι Plut.; λίθοι καὴ ἀναθήματα NT.)

    κ. δέμας Hom., κ. ἰδέᾳ Pind. или κ. εἶδος Xen., тж. κ. εἰσοράασθαι Hom. и κ. εἰσορᾶν Pind. — красивый на вид

    2) прекрасный, благородный, славный
    

(ἔπη Soph.; πράξεις Arst.; καρδία καλέ καὴ ἀγαθή NT.)

    Σαπφὼ ἥ καλή Plat. — славная Сапфо;
    κ. κἀγαθός Xen., Plat. etc. — благороднейший, добродетельный (τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα Xen., Plat.):
    οἱ καλοὴ κἀγαθοί Arst. (ср. лат. boni viri) — лучшие люди (в государстве), цвет общества;
    καλέν συνείδησιν ἔχειν NT. — обладать чистой совестью;
    ὅ ποιμέν ὅ κ. NT. — добрый пастырь

    3) благоприятный, попутный
    

(ἄνεμος Hom.)

    4) благоприятный, предвещающий добро
    

(οἰωνοι Eur.; τὰ ἱερά Xen.)

    5) благополучный, счастливый, удачный
    

(πλοῦς Soph.; τὸ τέλος τῆς ἐξόδου Xen.)

    6) чистый, настоящий
    

(ἀργύριον Xen.)

    7) превосходный, отличный
    

(βίοτος Soph.; στράτευμα Xen.; γέρας Aesch.; δένδρον NT.)

    καλοὴ ὀφθαλμοί Plat. — хорошо видящие глаза;
    ἥ καλέ γῆ NT. — плодородная земля

    8) годный, удобный, выгодный
    

λόφος κάλλιστος τρέχειν Xen. — возвышенность, весьма удобная для состязаний в беге;

    σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον Plat. — тело, хорошо приспособленное к бегу - см. тж. καλόν

    II.
    κάλος
    (ᾰ) ὅ эп.-ион. Hom. = κάλως См. καλως

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "καλος" в других словарях:

  • καλός — beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… …   Wikipédia en Français

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»